- ἰδιοκτήτου
- ἰδιόκτητοςheld as private propertymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
особьно — (51) нар. 1.Отдельно, обособленно: Подобаеть ѹбо еп(с)пу. написано имѣти свое iмѣниѥ… тако же и цр(к)вное iмѣние. особно написано iмѣти. КР 1284, 77г; всѧ лѣта живота своѥго да не молитсѧ съ людьми. но ѡсобно да молитсѧ. (κατὰ μόνας) Там же,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… … Dictionary of Greek
Βεντότης, Γεώργιος — (Ζάκυνθος 1757 – Βιέννη 1795). Τυπογράφος, εκδότης και δημοσιογράφος. Μετά τη συμπλήρωση της εκπαίδευσής του στη Ζάκυνθο, μετανάστευσε στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου εργάστηκε στο τυπογραφείο του Νικόλαου Γλυκύ. Στην Ιταλία… … Dictionary of Greek
Κλαδάς, Κορκόνδιλος — (1425 – 1490). Στρατιωτικός αρχηγός. Ήταν γνωστός και με το προσωνύμιο Κροκόδειλος. Ήταν γιος του Θεόδωρου Κλαδά (βλ. λ.), ο οποίος αναφέρεται ως αρχηγός της Μάνης. Το 1458 ο Κ. ήταν στρατιωτικός αρχηγός της Πελοποννήσου στην υπηρεσία των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Ποντιακού Ελληνισμού — Καταλαμβάνει έναν όροφο του ιδιόκτητου κτιρίου της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών (Αγνώστων Μαρτύρων 73, Νέα Σμύρνη), σωματείου που ιδρύθηκε το 1927, με σκοπό τη συλλογή, μελέτη και δημοσίευση του πνευματικού πλούτου των Ελλήνων του Εύξεινου Πόντου … Dictionary of Greek
εμποροκαπετάνιος — ο 1. ο πλοίαρχος ιδιόκτητου ιστιοφόρου, που φορτώνει σ αυτό εμπορεύματα για λογαριασμό του. 2. εμποροπλοίαρχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)